χωριογύρης

χωριογύρης
ο, Ν
1. άτομο που γυρίζει από χωριό σε χωριό
2. πλανόδιος μικρέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + -γύρης (< γυρνώ), πρβλ. πορτο-γύρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”